αθρόνιαστος

αθρόνιαστος
-η, -ο [θρονιάζω]
1. αυτός που δεν εγκαταστάθηκε, δεν τοποθετήθηκε σε θρόνο (αναφέρεται κυρίως σε αρχιερείς)
2. (για ναό) εκείνος που δεν εγκαινιάστηκε, στον θρόνο τού οποίου δεν κάθισε αρχιερέας για να τόν εγκαινιάσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αθρόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ενθρονίστηκε: Ο καινούριος βασιλιάς ήταν ακόμη αθρόνιαστος. 2. αυτός που δεν έχει καλά εγκατασταθεί κάπου: Καπάτσος όπως ήτανε, δεν έμεινε για πολύ αθρόνιαστος στην επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”